Γιάννης Τσαρούχης, "Οι 4 εποχές", 1969 |
Στο γύρισμα του
χρόνου, οι ευχές γίνονται Ελπίδα, μέσα από την Αγάπη και την Ανθρωπιά. Κι αυτές
οι δύο είναι πολύ κοντά μας, όσο κοντά μας βρίσκεται ο «πλησίον».
«Και τις εστί μου πλησίον;»
Η ελπίδα
γενιέται παντού! Ακόμα και στην καταστροφή:
Την περασμένη
Παρασκευή, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών απονεμήθηκε μετά θάνατον στους δύο
Πακιστανούς Hamayun Anwar και Wakar Ahmed, για υπέρτατη πράξη αυτοθυσίας, καθώς
βρήκαν τραγικό θάνατο στις 6 Απριλίου 2012, στο Κρυονέρι Αττικής, στην προσπάθειά
τους να απεγκλωβίσουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι από τις ράγες του τραίνου.
Ο Humayun Anwar
ήταν γεννημένος στις 4 Αυγούστου 1993. (Δεν είχε κλείσει ούτε
τα 19!) Ζούσε εδώ με τον θείο του, ο οποίος και έχει αναλάβει όλα τα
διαδικαστικά.
Ο Wakar Ahmed ήταν
γεννημένος την 1 Ιανουαρίου 1979. (Την ερχόμενη Πρωτοχρονιά θα έκλεινε τα
33...) Ο Wakar ήταν συγχωριανός των δυο πρώτων.
Στο γύρισμα του
χρόνου, η αυτοθυσία των «Ξένων» που στάθηκαν «Πλησίον» ανάβει ένα φωτάκι...
Κι άλλο ένα
δώρο! Η σκληρή πραγματικότητα συνομιλεί μ' ένα τρυφερό παραμύθι, ένα κείμενο του Μάνου Χατζηδάκι για την Αγάπη και το Χρόνο:
Μια φορά κι
έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί, στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί
ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη,
η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια
μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες
τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη
ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί
άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο
που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;». «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».
Η Αγάπη
τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε
από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε
παρακαλώ, βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου
χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη
ήταν πιο πέρα και η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω
Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη, που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία
πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν
τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά
ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος, που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν
γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν
στην στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον
κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»;
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη.
«Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει
πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου