Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

"Χίλια χρόνια και μια μέρα"



Πολλά τα στόματα μέσα μου. Μπερδεύομαι. Μου μιλάνε όλα μαζί. Τα βράδια βάνω τρικλοποδιές στις λέξεις. Να μείνουν. Θεέ μου, να ξεδιαλύνω τις φωνές. Πριν κουραστεί και σβήσει η φωτιά κι αδυναστέψει η μνήμη. Και οι εικόνες; Έτσι να ανασύρω μια, χιλιάδες ανασταίνονται και με τραβάνε στο βυθό. Πνίγομαι μαζί τους. Ακόμα.

Αυτό είναι ένα από τα ποιήματα της ποιητικής συλλογής με τίτλο «Χιλια χρόνια και μια μέρα» του συγχωριανού μας Κώστα Παπαρούνα. Σεμνά κι αθόρυβα κυκλοφόρησε το βιβλίο, με τον ίδιο τρόπο που κινείται κι ο δημιουργός του. Το παραπάνω ποίημα φανερώνει την εσωτερική ανάγκη που νιώθει  ο Κώστας να διευθετήσει τους «λογαριασμούς» του με τη μνήμη: με τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας και τους δεσμούς με τα αγαπημένα πρόσωπα.
Ο τρόπος της γραφής του Κώστα βασίζεται στον τρόπο που έφερε στην ελληνική ποίηση ο Σεφέρης και που κυριάρχησε στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, επηρεάζοντας και πολλούς σύγχρονους Ηπειρώτες ποιητές.
Παραθέτουμε κάποια όμορφα, χαρακτηριστικά ποιήματα.

Μικρογραφία
Μικρός σαν ήμουν
απ’ τις χαραμάδες
έβλεπα τον κόσμο.
Και τ’ αστέρια
πάντα μικρά τα ήθελα.
Σαν τα μικρά μου μυστικά
που κλείδωνα βαθιά
μες στις κρυψώνες της ψυχής μου.
Μαζί με τις μικρές μου ευτυχίες
που άλλοτε με ζουν
κι άλλοτε με πεθαίνουν.

Η φωτιά καίει ακόμα στη γωνιά.
Χορεύουν τα κύματα στον τοίχο.
Έτσι είναι η θάλασσα; Αναρωτιέμαι ακόμα.
Ποτέ δεν μεγάλωσα.

------------------------------------------------------------

Πίσω από εκείνα τα βουνά
Πίσω από εκείνα τα βουνά
κοιμάται η πίκρα μου.
Ένα απέραντο μαύρο σύννεφο
που κρύβει καλά τους κεραυνούς του.

Πίσω από εκείνα τα βουνά
ξενιτιά και χιόνι.
Μάτια γεμάτα απορία.
Μάτια μου.

Πίσω από εκείνα τα βουνά
μνήμες που κρατούν αστροπελέκι.

 ------------------------------------------------

Ν’ ανέβω σε ψηλό βουνό.
Να κάψω έναν κέδρο.
Να βγάλω μια θεριά κραυγή
και να ραγίσει ο κόσμος.

--------------------------------------------------------------------

Απ’ τη σκεπή οι σταλαξιές μέσα στις κατσαρόλες.
            Μάνα να βάλω μαρτίτσια;
            Όχι, μονάχα οι κοπέλες βάνουν,
            Γιατί δεν ξαίνεις;
Θημωνιά τα μαλλιά. Κι η πίκρα θημωνιά. Το αντί χτυπούσε τον αργαλειό. «Ηπειρωτική Βιοτεχνία Υφαντών». Αναλαμβάνομεν την παραγγελίαν καραμελωτών, μαλλινοσινδονίων, στρώσεων, διαδρόμων κλπ. Εργασία εγγυημένη εκατό τοις εκατό».
            Τι έχεις;
            Τίποτα δεν έχω. Μονάχα έναν κόμπο. Να, εδώ. Θα περάσει.
Όχι, δεν είχες μόνο τον κόμπο, είχες κι άλλα. Και ξενιτιές και Γερμανίες… Κι ας μην τα έλεγες ποτέ.
            Μάνα, κάνει κρύο. Μου λείπουν τα ζεστά σου λόγια.

-------------------------------------------------------------------------------

Τα βράδια με τη λάμπα. Ακόμα καίει το φιτίλι.
Μάνα, χάλασαν τα μάτια μου.
Θύμωνε η φωτιά. Παραμιλούσε.
            Κάποιος μας αναφέρει. Ο πατέρας σας θα ‘ναι.
Κι όταν παραθύμωνε μας έπαιρνε αγκαλιά και στήναμε μαζί με τις σκιές μας το πανηγύρι χορεύοντας γύρω γύρω στους τοίχους. Πιασμένοι χέρι χέρι. Στους κάτασπρους τοίχους. Τα ξύλα ακόμα καίνε.
            Δεν μπορώ, μανούλα μ’, δεν μπορώ.


Συγχαρητήρια Κώστα!
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου