Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Ο ξενιτεμός των Πανωσουδενιωτών (1800-1950)

(Εισήγηση στην ημερίδα "Η κοινωνία και ο πολιτισμός το Ζαγορίου", Μονοδέντρι 6-10-2012)


Το φαινόμενο του ξενιτεμού των Ζαγορισίων δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στα διοικητικά και κοινωνικά πλαίσια της οθωμανικής επικράτειας και επηρεαζόταν άμεσα από κάθε σημαντική μεταβολή στον ηπειρωτικό χώρο και στους τόπους εγκατάστασης των ξενιτεμένων. Η ενασχόληση των ανδρών κάποιων χωριών ή και ολόκληρων περιοχών με ένα επάγγελμα ήταν συχνό φαινόμενο στο ελλαδικό χώρο της εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας (αναφέρουμε ως παράδειγμα τα Μαστοροχώρια, τα Μαστιχοχώρια, τα μαντεμοχώρια κτλ). Στην περίπτωση του Ζαγορίου η εξειδίκευση αφορά τον ξενιτεμό καθαυτόν και όχι κάποιο συγκεκριμένο επαγγελματικό πεδίο.
Ο ξενιτεμός των Ζαγορισίων οφείλεται σε συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες, οι οποίες έχουν αναλυθεί διεξοδικά από παλιότερες και σύγχρονες μελέτες. (Αναφέρουμε επιγραμματικά τα προνόμια που παραχώρησε η οθωμανική διοίκηση στις ζαγορίσιες κοινότητες και, κυρίως, το θεσμό του βοϊνίκου κτλ) Οι μορφές και η ένταση του φαινομένου αυτού επηρεαζόταν από τις ευρύτερες οικονομικές, διοικητικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Οι αρχικές, μεμονωμένες ίσως, μετακινήσεις παίρνουν πιο μαζικό χαρακτήρα από το 1740, σύμφωνα με το Λαμπρίδη. Με το πέρασμα των γενεών και κυρίως χάρη στην επιτυχή οικονομικά έκβαση αυτών των ταξιδιών, η αποδημία γίνεται μια δραστηριότητα επιβεβλημένη για το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού της κοινότητας και επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις του κοινοτικού βίου, καθώς και την κοσμοαντίληψη των μελών της κοινότητας, η οποία διαπραγματεύεται τις αλλαγές και αναζητά εναλλακτικούς τρόπους προσαρμογής σε αυτές, προσπαθώντας να διατηρήσει τη συνοχή της. Η κοινότητα αποδέχεται τη νέα πραγματικότητα, η οποία επιβαρύνει τις γυναίκες με το σύνολο της αγροτικής παραδοσιακής διαδικασίας, ενώ παράλληλα η κοινότητα προσπαθεί σε αξιακό επίπεδο να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή της και να αποτρέψει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που κινητοποιούνται με την απουσία από το χώρο και την επαφή με διαφορετικές πραγματικότητες. Όπως διαφαίνεται και από την ιστορική πορεία του Ζαγορίου, αυτό κατέστη δυνατό όσο διάστημα στην περιρρέουσα κοινωνία οι συγκυρίες ευνοούσαν, ή τουλάχιστον, επέτρεπαν την ανάπτυξη της κοινότητας μέσα από τον ξενιτεμό των αρσενικών μελών της.
Οι ισχυροί συγγενικοί και κοινοτικοί δεσμοί όρισαν σε μεγάλο βαθμό τα ταξίδια των Ζαγορισίων. Η έρευνα του Δαλκαβούκη συμφωνεί με τα κείμενα του Λαμπρίδη, όσων αφορά τους χώρους εγκατάστασης των Ζαγορισίων το 18ο και το 19ο αιώνα στα βόρεια Βαλκάνια. Φαίνεται, π.χ., ότι οι Βιτσινοί προτιμούσαν την Κωνσταντινούπολη, οι Αρτσιστινοί ταξιδεύουν κατά κύριο λόγο στη Σερβία, όπου βρίσκονται και αρκετοί Τσερβαριώτες, αρκετούς Παπιγκιώτες βρίσκουμε στο Τούρνο Σεβερίν της Βλαχιάς, πολλά χωριά του ανατολικού Ζαγορίου έχουν ισχυρούς δεσμούς με πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ οι Πανωσουδενιώτες μεταναστεύουν κυρίως στο χώρο της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας.
Η ανάπτυξη του εθνικισμού στα Βαλκάνια, κυρίως μετά από τη δημιουργία στο χώρο των εθνών-κρατών επηρέασε αρνητικά τις μετακινήσεις των ζαγορισίων, τόσο λόγω του τεμαχισμού του ενιαίου ως τότε διοικητικού και οικονομικού χώρου, όσο και λόγω της απώλειας της προνομιακής μεταχείρισης που έχαιραν οι ελληνόφωνοι έμποροι κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο. Αυτό συμβαίνει στα τέλη του 19ου αιώνα, όσον αφορά κυρίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι Ζαγορίσιοι θα στραφούν σε άλλες περιοχές, στον καθαρά ελλαδικό χώρο, αλλά κυρίως στον εναπομείναντα οθωμανικό χώρο. Μαζική θα είναι η μετακίνηση των Ζαγορισίων στην Αίγυπτο, όπου η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία θα δημιουργήσει ευκαιρίες για τους Έλληνες μετανάστες να ασχοληθούν με ελεύθερα επαγγέλματα, να δραστηριοποιούνται ως έμποροι ή καταστηματάρχες, ως υπάλληλοι εταιρειών, αλλά και ως επιστήμονες, κυρίως γιατροί. Επίσης μαζική θα καταστεί και η φυγή τους τη δεκαετία του 1950.
Για την έρευνα της αποδημίας των Πανωσουδενιωτών χρησιμοποιήθηκε αρχειακό υλικό από τρεις περιόδους: Στη σχολική βιβλιοθήκη βρίσκεται ο Κώδικας χωρίου Επάνω Σουδενών (1832-1868), ο οποίος περιέχει τα κοινοτικά έγγραφα μιας τριακονταπενταετίας μέχρι το τέλος της αυτοδιοίκησης στο Ζαγόρι. Στα έγγραφα αυτά υπάρχει κι ένας φορολογικός κατάλογος (nüfus defter), με αναφορά στις περιοχές που ήταν ξενιτεμένοι οι Σουδενιώτες.
Το δεύτερο αρχείο είναι ο πρώτος εκλογικός κατάλογος έπειτα από την απελευθέρωση της Ηπείρου, ο οποίος συντάχθηκε γύρω στα 1916-1917. Σε αυτόν αναφέρονται η ηλικία, ο τόπος κατοικίας και το επάγγελμα των εκλογέων.
Το τρίτο αρχείο είναι τα Δημοτολόγια της κοινότητας που συντάχθηκαν το 1955. Σε αυτά αναφέρονται επίσης οι οικογένειες του χωριού, ο τόπος κατοικίας και τα επαγγέλματα.
Εξετάζοντας τον ξενιτεμό των Πανωσουδενιωτών σε σχέση με το σύνολο του Ζαγορίου, εντοπίζουμε κάποιες ιδιαιτερότητες ή μικρές αποκλίσεις στα ποσοστά που αντιπροσωπεύουν οι χώροι εγκατάστασης. Το γεγονός αυτό φανερώνει, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τη δύναμη των συγγενικών και κοινοτικών δεσμών στην δημιουργία κοινωνικών δικτύων στην περίοδο που ορίσαμε.
Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, από το 1690 οι Πανωσουδενιώτες και οι Τσερβαριώτες ταξιδεύουν στη Βουλγαρία. Αρχικά φαίνεται ότι οι Πανωσουδενιώτες κινούνται σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτόν το χώρο, με ελάχιστη αντιπροσώπευση στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη και καθόλου στη Ρωσία, περιοχές στις οποίες ξενιτεύονταν αρκετοί Ζαγορίσιοι και άλλοι Ηπειρώτες.
Την πρώτη ολοκληρωμένη εικόνα για τα ταξίδια των Σουδενιωτών μας την παρέχει ο φορολογικός κατάλογος του 1846. Σε αυτόν αναφέρονται οι τόποι τους οποίους είναι εγκατεστημένοι οι ξενιτεμένοι άνδρες. Βέβαια, σε σύνολο 283 ανδρών υπάρχουν αναφορές για 108 ξενιτεμένους. Για τους υπόλοιπους 175, γνωρίζουμε ότι οι 78 είναι ανήλικοι, (καθώς αναγράφεται στον Κώδικα η ηλικία τους), οι 5 είναι μοναχοί και άλλοι 6 εργάτες στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, γύρω στους 10 με 15 είναι οι κοινοτικοί υπάλληλοι (βοσκοί, δραγάτες, γραμματέας) και 2 είναι ιερείς. Για τους υπόλοιπους 70 δε θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό εξ αυτών είναι ηλικιωμένοι που επέστρεψαν στο χωριό, καθώς αυτήν την περίοδο δεν αναφέρονται πολλές περιπτώσεις Σουδενιωτών που εγκατέλειψαν οριστικά το χωριό Στον Κώδικα αναφέρονται 2 ως «χαμένοι», ενώ υπάρχει και η περίπτωση του Νεόφυτου Δούκα, η οποία είναι εντελώς διαφορετική.
Σύμφωνα με τον φορολογικό κατάλογο, η πλειοψηφία των ξενιτεμένων βρίσκονται σε εμπορικά κέντρα που βρίσκονται πάνω σε δυο οδικούς άξονες: Ο πρώτος (Μπιτόλια-Σόφια) είναι ο δρόμος που οδηγούσε προς τη Βλαχιά και τη Ρωσία. Ο δεύτερος (Μπιτόλια-Βελιγράδι είναι ο δρόμος που οδηγούσε προς την ατοκρατορία των Αψβούργων και γενικότερα στην Κεντρική Ευρώπη.
Πιο συγκεκριμένα, βρίσκουμε 38 σε 6 πόλεις της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας (Ράντομιρ, Τζουμαγιά, Ράκοβο, Πάζαρτζικ, Σόφια, Κιουστεντίλ), 9 σε δύο πόλεις της Π.Γ.Δ.Μ. (Κουμάνοβο και Μπιτόλια [πόλη γνωστή στα ελληνικά και ως Μοναστήρι]) και 5 στην πόλη Βράνια της σημερινής νότιας Σερβίας, πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα. Άλλοι 5 Πανωσουδενιώτες βρίσκονται στην περιοχή των Σερρών. Ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι οι Πανωσουδενιώτες και οι Τσερβαριώτες που βρίσκονται στο Ράντομιρ και στη Τζουμαγιά «υπερεπλούτισαν εμπορευόμενοι». Στο Ράντομιρ βρίσκονται 16 Πανωσουδενιώτες από διάφορες οικογένειες. Είναι η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση του ξενιτεμού των Σουδενιωτών το 19ο αιώνα. 

Το παζάρι στο Κουμάνοβο


Στη Βλαχιά βρίσκονται το 1846 12 Σουδενιώτες. Στα αρχεία της κοινότητας δεν αναφέρονται οι πόλεις της Βλαχιάς στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι. Οι αναφορές που έχουμε για τους Σουδενιώτες στη περιοχή είναι λιγοστές και αφορούν την παρουσία του Νεόφυτου Δούκα και του μαθητή του Νεόφυτου Δόττου στο Βουκουρέστι, του Ιωάννη Λαμπριάδη στη Βραΐλα, καθώς και μια σημείωση σ’ ένα εκκλησιαστικό βιβλίο της βιβλιοθήκης του χωριού, στο οποιο αναφέρεται ότι αγοράστηκε το 1828 από τον Λάμπρο Ρόγγο στο Βουκουρέστι. Η άνοδος του ρουμανικού εθνικισμού και οι περιορισμοί στη δραστηριότητα των ξένων εμπόρων, μετά την ίδρυση του ρουμανικού κράτους το 1862, ανάγκασαν τους Σουδενιώτες να εγκαταλείψουν τη Βλαχιά, όπως έκανε ο Ιωάννης Ντάγκας ή Λαμπριάδης, που εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, ή να παραμείνουν και να αφομοιωθούν από το ντόπιο πληθυσμό.
Στην Κέρκυρα βρίσκουμε το 1846 23 ξενιτεμένους, το ¼ σχεδόν των ξενιτεμένων. Η Κέρκυρα εκείνη την εποχή, μέχρι το 1864, βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή. Οι Σουδενιώτες που είναι εγκατεστημένοι εκεί φαίνεται να είναι αρκετά εύποροι, σύμφωνα και με τις πληροφορίες που μας δίνει ο Λαμπρίδης. Οι περισσότεροι είναι έμποροι, όπως ο Ιωάννης Λαμπριάδης και η οικογένεια Μπαλτά, ή επιστήμονες, όπως ο γυμνασιάρχης Παναγιώτης Τσαπάρης και ο γιατρός και συγγραφέας Παναγιώτης Λαζαράς, οι δάσκαλοι αδερφοί Οικονόμου, οι οποίοι όπως αναφέρει ο Λαμπρίδης, «επιτυχέστατα πολλαχού διδάξαντες».
Στον ελληνικό χώρο: Μόνο ο δικαστής Νικόλαος Ιωαννίδης και ο Ιωάννης Βαρνάβας, καθηγητής στην Αρσάκειο Σχολή, ενώ στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ο Γεώργιος Λαζόπουλος, μουαβίνης (αξιωματούχος) της οθωμανικής διοίκησης.
Επίσης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1846 καταγράφεται μόνο ένας Πανωσουδενιώτης.
Πόλεις ξενιτεμού των Πανωσουδενιωτών


Μέχρι την περίοδο του επόμενου ολοκληρωμένου αρχείου, του εκλογικού καταλόγου του 1917, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε κάποιες σημαντικές εξελίξεις για το Ζαγόρι, όπως είναι η κατάργηση του προνομίου της αυτοδιοίκησης το 1868, αλλά και δύο ληστρικές επιδρομές στα Πάνω Σουδενά τη δεκαετία του 1870. Αυτήν την εποχή, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δημιουργούνται τα εθνικά κράτη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, με αρνητικές συνέπειες για την επαγγελματική δραστηριότητα των Ελλήνων σε αυτές. Ο πληθυσμός της κοινότητας παρουσιάζει κάποια μικρή κάμψη, γεγονός που πιθανόν οφείλεται στην μόνιμη εγκατάσταση κάποιων σουδενιώτικων οικογενειών στην ξενιτιά..
Και πάμε στην εξέταση του εκλογικού καταλόγου του 1917, ο οποίος, εκτός από τον τόπο κατοικίας αναφέρει και τα επαγγέλματα των ανδρών.

κτηματίες-αγρότες
έμποροι
υπάλληλοι
αρτοποιοί
εργάτες
ξενοδόχοι
τραπεζίτες
δάσκαλοι
Λοιποί ελεύθεροι επαγγελματίες
Λοιποί ιδιωτικοί υπάλληλοι
Δημόσιοι υπάλληλοι

Πάνω Σουδενά
37
10
4
3
4


3
5

3
69
Ιωάννινα

3
4

1
2
3

1
2
1
17
Λοιπή Ήπειρος

4


7

4

1


16
Κέρκυρα

3
2
2



1

1

9
Θεσσαλία
5
2
3





1


11
Θεσσαλονίκη

4
3


2





9
Αθήνα


1

1



1


3
Μακεδονία

2
1





1

1
5
Στερεά Ελλάδα




1






1
Πελοπόννησος


1







2
3
Μικρά Ασία

1
1








2

ΣΥΝΟΛΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
145
Βουλγαρία

3
3


6

1



13
Σερβία

3



1
1




5
Ρουμανία


1








1

ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
19
Αίγυπτος

2
2
18
1



2


25
Κονγκό


3








3
Νότια Αφρική
1

1








2

ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
30
Η.Π.Α.


5








5
Αργεντινή


1








1

ΣΥΝΟΛΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
6

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΜΗ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
55

43
37
36
23
15
11
8
5
12
3
7


ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
200

Τα συμπεράσματα από την εξέταση του καταλόγου είναι τα εξής:
Σε σύνολο 200 ενήλικων ανδρών 35% των ανδρών μένουν στα Σουδενά. Οι 44 εξ αυτών, ποσοστό 20% επί του συνόλου, ασχολείται με τη γεωργία.
1 στους 2 Πανωσουδενιώτες βρίσκεται στην Ήπειρο, στα Ιωάννινα, αλλά και στην Πρέβεζα, στην Άρτα και στη Φιλιππιάδα και 3 στους 4 στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον και τη Μακεδονία.
Στον βαλκανικό χώρο που δραστηριοποιούνταν παραδοσιακά οι Πανωσουδενιώτες έχει μείνει το 10% του ενεργού ανδρικού πληθυσμού, οι οποίοι είναι κυρίως έμποροι, ξενοδόχοι και υπάλληλοι. Σχεδόν κανένας δεν βρίσκεται στη Ρουμανία, πολλοί λιγότεροι στη Βουλγαρία, αλλά και λιγότεροι και στην Κέρκυρα, παρά την ένταξη των Επτανήσων στο ελληνικό κράτος το 1864.
Μεγάλη αύξηση παρατηρείται στον ξενιτεμό των Πανωσουδενιωτών στην Αίγυπτο. Ενώ το 1846 ήταν μόνο ένας, το 1870 ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι οι Σουδενιώτες έκαναν προκοπή στην Αλεξάνδρεια.
Το έγγραφο που ακολουθεί συντάχθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1879 και είναι μια «ομολογία», ένα έγγραφο δανεισμού, στο οποίο υπογράφουν 5 χωριανοί.



Το 1917 καταγράφονται 25 χωριανοί ταξιδεμένοι στην Αίγυπτο, εκ των οποίων οι 18 είναι αρτεργάτες. Καταγράφονται επίσης 3 Σουδενιώτες στο Κογκό, 2 στη Νότια Αφρική, πέντε στην Αμερική κι ένας στην Αργεντινή, όλοι υπάλληλοι.
Κι άλλη μια παρατήρηση: Στην Αθήνα βρίσκονται εγκατεστημένοι μόνο τρεις χωριανοί.
Μ’ αυτά τα στοιχεία, εξάγονται τα εξής στατιστικά στοιχεία: Το 1917 στους 12 Πανωσουδενιώτες 3 γεωργοί, 2 έμποροι, 2 υπάλληλοι κι ένας αρτοποιός στην Αίγυπτο.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά για τα ταξίδια των Πανωσουδενιωτών. Τα Δημοτολόγια της κοινότητας το έτος 1955 δείχνουν αυτή την ανατροπή. Κατ’ αρχάς, ελάχιστες οικογένειες αναφέρονται στην Αίγυπτο και το Κογκό, ενώ οι υπόλοιποι έχουν επιστρέψει στο χωριό, κυρίως όμως εγκαθίστανται στην Αθήνα.
Θα μπορούσαμε λοιπόν σχηματικά (και συμβολικά, όσον αφορά τους τόπους και τα επαγγέλματα) να περιγράψουμε τον ξενιτεμό των Πανωσουδενιωτών στην περίοδο που εξετάζουμε ως εξής: ο παππούς ξενοδόχος στη Βουλγαρία, ο γιος αρτοποιός στην Αίγυπτο, ο ένας εγγονός αγρότης στο χωριό και ο άλλος υπάλληλος στην Αθήνα.
Κλείνουμε με κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις ξενιτεμένων, έτσι όπως έμειναν στη μνήμη των χωριανών:
Ο Δημήτρης ήταν έμπορος στη Τζουμαγιά στα τέλη του 19ου αιώνα, πολύγλωσσος και μορφωμένος. Λόγω της έξαρσης του βουλγαριού εθνικισμού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και έγινε αρχιλογιστής στην Παιδόπολη των Ιωαννίνων, μια πολύ καλή θέση οικονομικά και κοινωνικά. Γι’ αυτόν, όμως το γεγονός ότι έγινε υπάλληλος το βίωνε ως παρακμή και προσωπική αποτυχία.
Ο Κώστας ήταν ένας φτωχός Σουδενιώτης, αρτεργάτης στην Αίγυπτο. Όταν γύρισε από την ξενιτιά, οι οργανοπαίχτες τον περίμεναν στα όρια της κοινότητας, να ον φέρουν γλεντώντας στο χωριό.  Ωστόσο αυτός δεν είχε χρήματα. «Μόνο μια λίρα φέρνει κι αυτή για τα βιολιά», που λέει και το τραγούδι. Η συνέχεια της ζωής του ήταν η συνεχής απαξίωση από τη μάνα του και την αδερφή του που συνήθιζαν να τονίζουν την προκοπή των άλλων χωριανών. Το τέλος του ήταν τραγικό. Γύρω στο 1930 το σπίτι του κάηκε κι ο Κώστας έπαθε σοβαρά εγκαύματα και απεβίωσε.
Ο Λεωνίδας καταγόταν από κτηνοτροφική οικογένεια και από μικρό παιδί δούλευε ως αρτεργάτης στην Αίγυπτο. Όταν επέστρεψε ηλικιωμένος, συνήθιζε το πρωί να πίνει τπον καφέ του και να διαβάζει εφημερίδα, φορώντας τις πιτζάμες του. Κάποιο πρωί η υπόλοιπη οικογένεια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ξεκίνησε για τον κάμπο, για να θερίσει ένα χωράφι. Του είπαν να βγάλει τις κότες κι αυτός τους απάντησε αμήχανα ότι δεν ήξερε τι έπρεπε ακριβώς να κάνει. Τόσα χρόνια στην ξενιτιά, σε αστικό περιβάλλον, είχε χάσει κάθε επαφή με τις αγροτικές εργασίες.
Ο Σπύρος ήταν υπάλληλος στη Νότια Αφρική και αργότερα ιδιοκτήτης εστιατορίου στην Αίγυπτο. Γύρω στα 1930 πέθανε ξαφνικά. Η οικογένειά του δεν είχε μάθει το κακό χαμπέρι για ένα μήνα. Κηδεύτηκε και θάφτηκε στην Αλεξάνδρεια. Η περιουσία του χάθηκε και το μόνο που έμεινε στη γυναίκα του και τις κόρες του είναι κάποιες φωτογραφίες που τους είχε στείλει και στολίζουν μέχρι σήμερα το σπίτι του.
Ο Λάμπρος γεννήθηκε το 1838. Ξενιτεύτηκε στη Βουλγαρία, στην πόλη Τατάρ Παζαρτζίκ. Εκεί έπιασε φιλενάδα μια Βουλγάρα και παράτησε τη γυναίκα του την Ελένη με τρία παιδιά. Το 1941 ο εγγονός του βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου και βίωσε την παρέλαση του βουλγαρικού στρατού στην πόλη. Μέσα στην πίκρα του για την Κατοχή, μονολογούσε χαριτολογώντας: «Τώρα που ήρθαν οι Βούλγαροι, μπορεί να γνωρίσω και κανέναν ξάδερφο».
Κλείνοντας την εισήγηση, θα ήθελα να επισημάνω ότι η μετανάστευση των Πανωσουδενιωτών λαμβάνει χώρα με την ταυτόχρονη εγκατάσταση άλλων οικογενειών (βοσκοί, εργάτες, βιοτέχνες), που αναπληρώνει το κενό που αφήνει η έλλειψη της εργατικής δύναμης των ανδρών. Οι απόγονοι αυτών των οικογενειών ακολουθούν με τη σειρά τους το δρόμο του ξενιτεμού και άλλες οικογένειες εγκαθίστανται στο χωριό, μέχρι και σήμερα. Είναι μια απόδειξη ότι ο ορεινός χώρος δεν αποτέλεσε ούτε αποτελεί μια στατική κοινωνία αλλά ότι υφίσταται διαρκείς και ποικίλες μεταβολές.

























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου