Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Σκοτώνουν την ευθύνη όταν γεράσει

Μπάγια 1913 (φωτ. Freud Boissonas)


Γράφει η Niemandsrose

Είχε ξυπνήσει πάλι ξημερώματα. Συνήθεια χρόνων πια. Η γη δαμάζεται πολύ πρωί, να σε περονιάζει το κρύο. Δεν είναι στίχοι του Γεράσιμου Μαρκορά: «ξημερώνει αυγή δροσάτη / με το πρώτο της πουλί / λες και κράζει τον εργάτη / στην φιλόπονη ζωή», έναμιση αιώνα πριν. Είναι σήμερα.
Πίνει τον καφέ της μπροστά στην τηλεόραση. Φοράει τσεμπέρι στα μαλλιά, τραβηγμένα πάντα κότσο. Από κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και μνημόσυνα. Η Εκκλησία παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής. Γαλουχήθηκε μέσα στα κεριά, τα λιβάνια και τα εικονίσματα. Από τέχνη, οι σαπουνόπερες των ιδιωτικών καναλιών. Τα τούρκικα σίριαλ δεν τα βλέπει. Όχι από νεόκοπο σοβινισμό. Η γλώσσα της είναι διανθισμένη από λέξεις του αραβικού και του ενετικού κόσμου. Κι ας έζησε μια ζωή αταξίδευτη. Δεν τα παρακολουθεί, γιατί δεν προφταίνει να διαβάσει τους υπότιτλους. Είναι λειτουργικά αναλφάβητη. Από βιβλία, συναξάρια και την Αγία Γραφή. Πέρασε όλη την ενήλικη ζωή της ντυμένη στα σκούρα. Δεν έχει φορέσει παντελόνι. Δεν είναι σκίτσο στο ιρανικό «Persepolis». Είναι εδώ. Αθέατη.

Σαρακατσάνες στα βουνά του Παπίγκου 1922 (φωτ. Karsten Hoeg)

Δουλεύει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Η παιδική εργασία δεν καταργήθηκε ποτέ στην ελληνική ύπαιθρο. Στο νοικοκυριό των μηδενικών κομφόρ, στα χωράφια των πρωτόγονων γεωργικών εργαλείων, στον αργαλειό, στο ζύμωμα, ώστε να λέει πως όλα περάσανε απ’ τα χέρια της. Που τώρα έχουν αρθρίτιδα και τρέμουν. Μια σκεβρωμένη φιγούρα. Το είδωλό της αντικατοπτρίζεται στην οθόνη. Στην οθόνη προβάλλουν τηλεπερσόνες εκπάγλου καλλονής, τσιρίζουσες σε τέμπο αλέγκρο. Οι ίδιες που από ορεινά ξέρουν μόνο τα χιονοδρομικά των τζιπάτων, με τις στολές του σκι και του φρέντο lifestyle, που κοιτάζοντάς τους αντιλαμβάνεσαι πως οι εξωγήινοι στον «Πόλεμο των κόσμων» του Χέρμπερτ θα είχαν περισσότερη συναίσθηση του πού βρισκόμαστε.

Αλώνισμα στο Κουκούλι τη δεκαετία του '50 (φωτ. Κώστας Μπαλάφας)

Φέρνει κούτσουρα και προσάναμμα να ανάψει την ξυλόσομπα. Δεν επέστρεψε στη σόμπα τώρα με την κρίση. Στην κρίση γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και θα πεθάνει. Από το μαγκάλι στη σόμπα ήταν η διαδρομή της ζεστασιάς της. Μετά θα μαγειρέψει στο πετρογκάζι. Δεν ανάβει την ηλεκτρική κουζίνα, γιατί καίει πολύ ρεύμα, θα πει. Κι αργότερα θα σκουπίσει την αυλή απ’ τα ξερόκλαδα και θα ξεχορταριάσει τις γλάστρες της. Από το δρόμο τη χωρίζει μια ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα. Κάποιος πλανόδιος μικροπωλητής, δήθεν για να της πουλήσει από το εμπόρευμά του, αποπειράται να τη χτυπήσει και να τη ληστέψει. Μπήγει τις φωνές, ξεπροβάλλουν όσα γεροντάκια απομείναν ζωντανά, σπεύδοντας για βοήθεια. Με ό,τι μέσο τούς ήταν εύκαιρο: μπαστούνια και σκουπόξυλα. Ο κλέφτης το έβαλε στα πόδια.
Όχι, δεν θέλουμε περισσότερη αστυνόμευση. Περισσότερη δικαιοσύνη θέλουμε. Λιγότερους πένητες που θα γυαλίσει το μάτι τους στην ιδέα της καταχωνιασμένης ψωροσύνταξης κάτω απ’ το στρώμα της γιαγιάς. Θέλουμε η γιαγιά που σακατεύτηκε δουλεύοντας από δέκα χρονώ να έχει τη δυνατότητα να πάρει ένα ορθοπεδικό στρώμα. Να μην κλαίει από τον πόνο, γιατί δεν δικαιούται άλλες παυσίπονες ενέσεις. Κι όχι, δεν θέλουμε να φύγουν οι ξένοι. Δεν ήταν ξένος ο κλέφτης. Οι «ξένοι» ρίζωσαν, έφτιαξαν σπίτια, γέννησαν παιδιά, έδωσαν ζωή στο χωριό. Η Τανούτα, η Πολωνέζα, ήταν η αποκλειστική που φρόντισε την κατάκοιτη ηλικιωμένη στο χωριό. Ο Σάκης, ο Αλβανός με το εξελληνισμένο όνομα, για πέντε ευρώ τούς ταχτοποίησε την αποθήκη, τους μετέφερε τα καυσόξυλα, τους συντρέχει. Ο αδερφός του Σάκη τούς ασβέστωσε όλο το σπίτι πέρυσι. Οι μετανάστες ήρθαν εργάτες στα χωράφια που ρήμαζαν, όταν τα παιδιά του παππού και της γιαγιάς είχαν μετοικήσει στις πόλεις, έτσι ώστε αργότερα τα απολιτίκ κι άφυλα χίπστερ εγγόνια να τους απαλείψουν πλήρως από τη μνήμη, τη γλώσσα, τις αναφορές τους. Δεν ξεμπερδεύεις με ένα delete, φίλε.

Στο Βιτσκό (φωτ. Κώστας Μπαλάφας)

Την Τρίτη τέθηκαν σε προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή «τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου». Η κυβέρνηση της «ευθύνης» έπεισε πως έχουμε ευθύνη να ασπαστούμε την κυνική, ανάλγητη και στρεψόδικη γλώσσα τους, τους ευφημισμούς που συγκαλύπτουν ανοσιουργήματα. Έχουμε ευθύνη να συνηθίσουμε «τα εγκλήματα του λευκού κολάρου», των οικονομικών σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, των off-shore, και να είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι, όταν από τη ληστοσυμμορία τους καταδικάζεται ένας κάθε δέκα χρόνια. Έχουμε ευθύνη να αποδεχτούμε τη μετατροπή του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος σε εκκολαπτήριο τοπικών αρχόντων και βουλευτών, να αφήσουμε βορά τους ανθρώπους της υπαίθρου στα ψηφοθηρικά τεχνάσματα που εξασκούν χρόνια οι κυβερνώντες του πελατειακού συστήματος και πλέον βορά στη ρητορική του μίσους των νεοναζί. Έχουμε ευθύνη να εγκαταλείψουμε τους ηλικιωμένους στη μοίρα τους και να αποδεχτούμε τον αναλφαβητισμό, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών, τις συντάξεις πείνας, την απομόνωση, τη φτώχεια και τελικά την εξαθλίωση. Έχουμε ευθύνη να μην τους επιτρέψουμε να φύγουν από τη ζωή με αξιοπρέπεια.
Τέτοια ευθύνη να μην αναλάβουμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου