Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Γη των ανθρώπων...

Χρήστου Κεχαγιόγλου, "Δεκέμβριος"


Γῆ τῶν ἀνθρώπων, ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς, τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα; Σπιθοβόλημα εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια. Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων, προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἂλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.
Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει, ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια, νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.
Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι. Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες, ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ. Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.
Γῆ τῶν ἀνθρώπων, τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση, οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν, διασκοπούμενη θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου. Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου, κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές. Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.
Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης», τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες: θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ Ἂλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.
Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύση μας -τὴν φύση, ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.

(Από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά: Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων)

Χρήστου Κεχαγιόγλου, "Η Κιβωτός του Νου"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου