Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Θεία Πάθη και ανθρώπινα πάθη...


Ενώπιος ενωπίω

Δεν ξέρω αν μου μένει καιρός να τιμωρήσω το φίδι,
αυτό μου το Εγώ.
Εαυτέ μου,
ο χρόνος κατέβασεν ήδη του ειδώλου σου
την αυταπάτη απ’ το σύμπαν.
Παράγινε η μέρα σου γκρίζα.
Ώρα πια να πηγαίνουμε στο βουνό, να λογαριαστούμε.
Δεν ξέρω, το ρολόι μου πάει ακατάπαυστα
και δεν ξέρω αν μας μένει καιρός.
Μην κοιτάς από δω και από κει,
μη γυρνάς το κεφάλι σου πίσω.
Το δράμα του κόσμου είναι ο καθρέφτης σου.
Κοιτάξου να ιδείς: Είσαι ρακένδυτος.
Τράβα εμπρός!

                                                Νικηφόρος Βρεττάκος


 Ρωτώ τον άνθρωπο των αισθήσεων: 
«Ποιός είσαι εσύ;»
Και αυτός απαντά: 
Εγώ είμαι εγώ.
Και εννοεί το σώμα του.

Ρωτώ τον σκεπτόμενο άνθρωπο: 
Ποιός είσαι εσύ; 
Και αυτός απαντά: 
Δυο ξένους βλέπω μέσα μου,
κι εγώ διεισδύω ανάμεσα τους,
φιλοξενούμενος μια στον έναν,
μια στον άλλον
και εννοεί
την ενστικτώδη 
και συνειδητή ψυχή του.

Ρωτώ τον πνευματικό άνθρωπο : 
Ποιός είσαι εσύ; 
Και αυτός απαντά : 
Υπάρχει κάποιος στο βάθος της ψυχής μου,
απλώνω τα χέρια μου να τον φτάσω,
όμως βλέπω ότι γι’ αυτό 
θα χρειαζόμουν χέρια που είναι μακριά
κι από το σύμπαν.

Ρώτα αυτόν
ποιός είμαι.
Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Χαρμολύπη, μία ὡραία λέξη. Λύπη γιὰ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀθώου καὶ χαρὰ γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς ζωῆς, γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἀνάστασης. Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι Λέων ποὺ κοιμᾶται ἕναν ὕπνον φυσίζωον.
Ἡ λέξη χαρμολύπη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν λέξη σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Αὐτὸ τὸ ἀντάμωμα τῆς ζωῆς μὲ τὸν θάνατο ἐκφράζει ἕνα μεγάλο μυστήριο. Χαρὰ χωρὶς πόνο εἶναι ἀρρωστημένο συναίσθημα καὶ πόνος χωρὶς χαρὰ εἶναι τραγωδία.
Ὁ Ντοστογιέφσκι ἔθεσε, ὅπως γράφει, «ἕνα μάταιο ἐρώτημα». «Τί εἶναι προτιμότερο; Ἡ μέτρια εὐτυχία ἢ ὁ ὑψηλὸς πόνος;». Καταλήγει στὸ δεύτερο, γιατί ὁ πόνος προκαλεῖ καὶ ἀνοίγει τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως, ἐνῶ ἡ μέτρια εὐτυχία κοιμίζει τὸν ἄνθρωπο.
Ιερόθεος Ναυπάκτου

"Ίδε ο Άνθρωπος..."
«Πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή, να ‘σαι μόνος σαν το Χριστό, προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι και τη λόγχη. Τις ζαριές ν’ ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου, τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία. Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας. Μην ξαφνιαστείς, μη φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα. Οι μπόρες του ουρανού δε στερεύουν. Η ξαστεριά θα ’ρθει το Σαββατόβραδο. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας».
Μωυσής Αγιορείτης

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ζαγορίσιο φως


Ανεβαίνοντας το Ρουντουβάν', αφήνεις κάτω σου το σκοτεινό σύννεφο, αναπνέεις ζαγορίσιο αέρα και παίρνεις την ευλογία του ορεινού φωτός.
Στα χαμηλά, η καταχνιά, σαν θάλασσα, στάζει μυστήριο στις καρδιές που κατοικούνε στις κοιλάδες.
Στα ψηλά, οι άνθρωποι πορεύονται πιο ήρεμοι (ή ανυποψίαστοι;), κινούμενοι στο ρυθμό του καιρού και της φύσης...
(Έρθι γλήγουρα ο κούκους φέτου...)


Ρουντουβάν': "Χαρίεις τόπος", που γράφει κι ο Λαμπρίδης μας.
Πάνω απ' την καταχνιά όρη ξεβγαίνουν,
απ' τη Νεμέρτσικα ως την Ολύτσικα
("Αερόπου", "Τόμαρος": Έτσι τα γράφαν οι γραμματισμένοι).
Ανάμεσα ο  Κασιδιάρης, η Μουργκάνα, 
"όρη Κουρέντων", ο Κορίλας της Παραμυθιάς, το Σούλι...
Αυτά τα όρη, τα μικρά, τ' απέραντα...
Στην πλάτη το Ζαγόρι...
Κάθε κορφή, κάθε κοιλάδα, κι άλλη έκφραση.
Ζαγόρι και Καραμπεριά, Πωγώνι,
Γιάννινα, Σούλι, Τσιάμικο...
Πολλές οι γλώσσες, 
πλούτος μέγας!


Και στον "χαρίεντα" τον τόπο στήσαν άγαλμα
γυναίκας που έζησε σε χρόνους χαλεπούς.
Δεν είναι του άγνωστου στρατιώτη.
Είναι μορφή, είναι πρόσωπο μιας Ζαγορίσιας
που ανάσαινε κι ίδρωνε σ' αυτόν τον τόπο.
Είναι η Μισία (Αρτεμισία Καψάλη).
Είχε όνειρα, όπως εμείς, συνηθισμένα...
Μα ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι.
Έσβησε ο άντρας της στις Νέες Θερμοπύλες
(τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, τήδε: στην Γκραμπάλα),
όταν εκείνη κουβαλούσε τα χρειώδη
για την Αξιοπρέπεια, για την Ελευθερία.
Ακόμα σήμερα, γυναίκες την θυμούνται
σε πείσμα των καιρών και του γραφτού της,
με το χαμόγελο και την καρδιά απλωμένη, 
στα Γιάννινα, που η μοίρα 'ν είχε τάξει:
"Λάτι, κουπέλις, για καφέ!
Ου άντρας μ' σας είχι συγγενείς..."


Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

"Αυτοείδωλον εγενόμην..."

Waterhouse: "Ηχώ και Νάρκισσος". 
Ο Νάρκισσος της μυθολογίας ερωτεύτηκε το είδωλό του στα νερά μιας πηγής.

Από το είδωλο στο είδωλο
 (Μυθοποίηση της απομυθεύσεως)
του Ιωάννη Κορναράκη

Όταν ο πολιτισμένος, διαφωτισμένος και απελευθερωμένος από προλήψεις και δεισιδαιμονίες άνθρωπος φέρνει στο νου του και αναλογίζεται την ωμή και πρωτόγονη ειδωλολατρία των αρχαίων προγόνων του, σκέφτεται από ποιο χαμηλό πνευματικό επίπεδο ξεκίνησε την ανοδική προοδευτική του πορεία το ανθρώπινο πνεύμα.
Πράγματι! Η τόσο ωμή λατρεία και θεοποίηση, από το πνεύμα αυτό, άψυχης ύλης και χωρίς ζωή αντικειμένων, είναι μια πολύ ταπεινωτική αφετηρία της εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος. Η λατρεία λ.χ. των λίθων, των ξύλων, της φωτιάς, του νερού και άλλων στοιχείων της φύσεως δείχνει μια πολύ ταπεινή εξάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος από ασήμαντα και πολύ κατώτερα του σε υπαρκτική ποιότητα στοιχεία του κόσμου τούτου.
Ακόμη και η λατρεία ζωντανών οργανισμών δεν βελτιώνει την ποιότητα αυτής της εξάρτησης, αφού αυτοί οι ζωντανοί οργανισμοί (τα ζώα) υπολείπονται του ανθρώπινου λογικού σε ποιότητα, δηλ. σε αντιληπτική δύναμη και παραγωγική πνευματική εργασία.
Εξάλλου και από άλλη άποψη, αν δει κανείς την απόσταση που διήνυσε το ανθρώπινο πνεύμα στην εξελικτική του πορεία, αν δηλαδή συγκρίνει τα άψυχα στοιχεία της πρώτης λατρείας του ανθρώπου, τα είδωλα, με ό,τι έχει επιτύχει μέχρι σήμερα το πνεύμα αυτό, θα παραδεχτεί ότι η απόσταση είναι ανυπολόγιστη και πραγματικά αποδεικτική του μεγαλείου του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο φοβισμένος άνθρωπος λατρεύει το φεγγάρι, το θεοποιεί και βιώνει την ύπαρξη και λειτουργία του σαν ένα ανερμήνευτο μυστήριο. Κάποια μέρα το προσεγγίζει, το απομυθοποιεί από τη μυστηριακή του διάσταση, το πατάει και βρίσκει ότι αυτός ο αρχαίος θεός, το απλησίαστο μυστήριο της νύχτας, είναι μια μάζα από διάφορες νεκρές ύλες, από πετρώματα και στάχτες.
Στη μεγαλειώδη αυτή πράξη του ανθρώπου, στην κατάκτηση της σελήνης, έχουμε, αλήθεια, μια αντιπροσωπευτική «κονιορτοποίηση» της ειδωλολατρίας. Από μια άποψη, γενικώς η πνευματική πρόοδος του ανθρώπου είναι απομυθοποίηση και κονιορτοποίηση της ειδωλολατρίας, όπως την ξέρουμε να λειτουργεί στο λυκαυγές της ανθρώπινης ζωής.
Αλλά δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να θριαμβολογήσει εις βάρος της ειδωλολατρίας και υπέρ της «απελευθέρωσης» του ανθρώπινου πνεύματος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και… αφέλεια. Γιατί η εικόνα που μας δείχνει την απόσταση μεταξύ μύθου και απομυθοποίησης, μεταξύ αφελούς ειδώλου και μεγαλειώδους κατάκτησης του ανθρώπινου πνεύματος, είναι απλώς μια εξωτερική διαφάνεια της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής. Αλλά η ζωή αυτή έχει και εσωτερικές ποιότητες και υπαρκτικές διαφάνειες που δεν φαίνονται «εκ πρώτης όψεως». Για να φανούν και να αποκαλυφθούν, πρέπει κάποιο νυστέρι να ενεργήσει τομές στο ανθρώπινο πνεύμα, να εισχωρήσει στους τρόπους της λειτουργίας και να απομυθοποιήσει την απομύθευση της εξωτερικής λειτουργικής του διάστασης. Αν κανείς ενεργήσει έτσι, τότε θα βρεθεί προ αυτής της πραγματικότητας, ότι, στις πιο πολλές περιπτώσεις του διαλόγου του με τα είδωλα, ο άνθρωπος δεν τα απομυθοποιεί αλλά απλώς τους αλλάζει «μυθικό» χιτώνα. Βελτιώνει… το μύθο. Τον κάνει πιο πειστικό για το πνεύμα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι «μύθος» και η μυστική και ακατασίγαστη λαχτάρα του είναι να μείνει «μύθος». Χωρίς το μύθο του είναι αδύνατο να ζήσει.
Έτσι η απαλλαγή του από την ειδωλολατρία είναι κι αυτή ένας μύθος και ένα «άλλοθι» της πνευματικής του προκοπής. Αυτό σημαίνει ότι και ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «ειδωλολάτρης» όσο και ο περιφρονούμενος από αυτόν άνθρωπος μιας πρωτόγονης μορφής ζωής. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αλήθεια ποιοτική. Αυτό το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Ο σύγχρονος ειδωλολάτρης είναι πιο απαιτητικός στην ποιότητα των ειδώλων του. Η θητεία του στην ειδωλολατρία και η λαχτάρα του να μείνει κάτω από τη στέγη του μύθου τον έκαναν ικανό να εξευγενίζει την υπαρκτική ποιότητα των ειδώλων και να μεταποιεί τις λειτουργικές τους δομές σε ανώτερες εκφράσεις παρουσίας τους στην άμεση πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος αυτός.
Με τον τρόπο αυτό λ.χ. είδωλο του γίνεται και η απομυθοποίηση του φεγγαριού, κι όταν αυτό το επιτυγχάνει, μένει προσκολλημένος στη λατρεία ενός νέου ειδώλου: της επιτυχίας του να απομυθοποιήσει το είδωλο σελήνη. Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε μεγάλη ιέρεια, που αναλαμβάνει να αλλάξει το χιτώνα του ειδώλου της σελήνης και να του φορέσει το ένδυμα της «ανθρώπινης επιτυχίας», της «δύναμης του πνεύματος». Το ταπεινωμένο και πατημένο από ανθρώπινο πόδι φεγγάρι είναι το είδωλο της επιτυχίας του ανθρώπινου πνεύματος. Το πνεύμα αυτό, καθώς καθρεπτίζεται σε κάποια σεληνιακή λίμνη, διαλέγεται μ’ ένα πρωτόγνωρο… «τεχνολογικό» είδωλο.


Αυτή η ναρκισσιστική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος είναι εντελώς τυπική. Μας επιστρέφει σε τυπική μορφή «μυθοποιίας» και «μυθοπραξίας». Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος συνεχίζει να πορεύεται στο δρόμο μιας ειδωλολατρίας που είναι η ουσία της υπάρξεώς του. Η πρακτική έκφραση της υπάρξεως αυτής δείχνει ότι δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον άνθρωπο διαφορετικά, παρά μόνο σαν ένα ειδωλολάτρη, που βιώνει την ύπαρξη αυτή απομυθοποιώντας την ειδωλολατρία, με τη βαθύτερη επιδίωξη τη διατήρηση του υπαρξιακού του δεσμού με την ειδωλολατρία. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς είδωλα. Τα είδωλα είναι… ο εαυτός του. Και φυσικά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς …τον εαυτό του. «Εγενόμην αυτείδωλον», αναφωνεί ο προσευχόμενος άνθρωπος του Μεγάλου Κανόνα. Κι είναι ο πιο ειλικρινής άνθρωπος του κόσμου! Αλλά και ο μόνος που ενεργεί την «εξ αντικειμένου» απομυθοποίηση του μύθου, επειδή ακριβώς η διεργασία αυτής της απομυθοποίησης ενεργείται στην αυθεντική και χωρίς προκαταλήψεις, δεισιδαιμονία και αφέλεια καλυμμένη εσωτερικότητα του.
Η μεγάλη αφέλεια που κυριαρχεί στο ανθρώπινο πνεύμα (όπως και η κατ’ εξοχήν πρόληψη) είναι ότι η απελευθέρωση από την ειδωλολατρία είναι διεργασία εξωτερική. Όταν γελοιοποιώ τα ξόανα, όταν γκρεμίζω αγάλματα και καίω ναούς ειδωλολατρικούς, όταν αρνούμαι να σκύψω προσκυνηματικά το κεφάλι στους κεραυνούς κάποιου Δία, είμαι σίγουρος ότι απομυθοποιώ θρησκευτικά και καταργώ «λειτουργικά» την ειδωλολατρία. Αλλά αυτή η σιγουριά είναι η πιο μεγάλη αφέλεια που μπορεί να δείξει το ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί ένα τέτοιο γκρέμισμα δεν αλλάζει την παράσταση. Η παράσταση μένει πάντοτε ίδια. Αλλάζουν μόνο τα σκηνικά. Αν θέλετε, αλλάζουν τα συστήματα και οι τρόποι λειτουργίας των σκηνικών. Η παράσταση όμως δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί το ανθρώπινο σενάριο παρουσιάζει πάντοτε ένα και μόνο δράμα: την ειδωλοποίηση του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του. Η παράσταση δείχνει πως ο άνθρωπος από θεογενής υπαρκτική διαφάνεια έγινε «αυτοείδωλο», ο νάρκισσος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη συμμαρτυρία μιας λίμνης που στηρίζει τα πόδια του στο βωμό της αυτολατρείας.
Από εκεί και πέρα έχει πολλές δυνατότητες να ζήσει ο άνθρωπος με μια μάσκα «αδέσμευτου», «προοδευτικού» και «ελεύθερου» γενικώς ανθρώπου. Η μάσκα αυτή του επιτρέπει να εμπαίζει και να απατά τον εαυτό του, καθώς επικαλείται τη συμμαρτυρία της …λίμνης. Εκείνη, πιστή στις απαιτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, τον βεβαιώνει ότι δεν είναι ειδωλολάτρης, τη στιγμή που εκείνος λατρεύει το είδωλό του στη «λειτουργία» του λιμναίου καθρεπτισμού του. Όταν το πάθος, ο φανατισμός, η τύφλωση και πολλές άλλες ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις της ύπαρξης «δένουν αδέσμευτα» και «αδιάρρηκτα» τον άνθρωπο με κάποια απολυτοποιημένη ιδέα, θεωρία ή πράξη, δεν υποπτεύεται εκείνος πόσο, σε ποιά ποιότητα και ποιές διαστάσεις είναι ένας γνήσιος ειδωλολάτρης. Δεν μπορεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς πόσες γονυκλισίες και πόσες «μετάνοιες» κάνει μπροστά σε είδωλα (από το παιδικό παιχνίδι μέχρι τις υψηλές επιστημονικές κατακτήσεις και από το ποδόσφαιρο μέχρι τα ναρκωτικά) που στηρίζουν και συντηρούν την παράσταση (το δράμα) της υπάρξεώς του.
Φαίνεται πως ο άνθρωπος, αν δεν καταφέρει να γονατίσει μπροστά στον αληθινό Θεό με την διαφάνεια της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου του Μεγάλου Κανόνα, πεθαίνει τελικά με το σάβανο της ειδωλολατρίας. Η πορεία του στη ζωή είναι, στις πιο πολλές περιπτώσεις, πορεία από το είδωλο στο είδωλο. Αν συμβεί μερικές μοιρολογίστρες (παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις επιζώντων) να επαινέσουν την ευρύτητα του πνεύματός του, την απελευθέρωσή του από προλήψεις και καθυστερημένες αντιλήψεις, αυτό απλώς αποτελεί (σ’ αυτή την περίπτωση) την… απόλυση της λειτουργίας μιας ειδωλολατρίας που παρέμεινε πιστή σύζυγος του «τεθνεώτος».
Έτσι ακόμη και ο Θάνατος γίνεται το έσχατο είδωλο, που στηρίζουν λαμπρές νεκρολογίες. Εκείνος πάλι, καθώς κλείνει τα μάτια του ειδωλολάτρη ανθρώπου, δεν ξεχνά, κομπάζοντας, ότι αυτός πρώτος του τα άνοιξε στη τραγική θέαση του «αυτοειδώλου» του. («Και έσεσθε ως Θεοί» Γεν. 3,5).


Πηγή: http://www.pemptousia.gr

"Αυτοείδωλον εγενόμην": στίχος απο ύμνο του αγίου Ανδρέα του Ιεροσολυμίτη

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

"Στοργή στο λαό"


Το νέο ντοκιμαντέρ του χωριανού μας Βασίλη Δούβλη έχει ως θέμα του τη λογοκρισία στον κινηματογράφο την περίοδο της επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974) στη χώρα μας. Είναι βασισμένο στο άγνωστο μέχρι σήμερα αρχείο λογοκρισίας της Χούντας. Περιλαμβάνει επίκαιρα της εποχής, συνεντεύξεις σκηνοθετών και ανθρώπων του χώρου, απόρρητα έγγραφα, τα οποία έρχονται για πρώτη φορά στο φως, και κυρίως τα λογοκριμένα αποσπάσματα από περίπου 70 ελληνικές και ξένες ταινίες.
Στην ταινία μιλάει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που επί δικτατορίας κατάφερε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και να γυρίσει την Αναπαράσταση, τον Θίασο, αλλά και τις Μέρες του ‘36.
Το ντοκιμαντέρ είναι εσωτερική παραγωγή του Καναλιού της Βουλής, στο οποίο ο Βασίλης εργάζεται ως σκηνοθέτης.
Σήμερα δουλεύει πάνω στο νέο του σενάριο «Φως», που εγκρίθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Το ντοκιμαντέρ απέσπασε εξαιρετικές κριτικές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αυτή τη βδομάδα προβάλλεται στην Αθήνα.
Παραθέτουμε μια συνέντευξη που παραχώρησε ο Βασίλης στο ελculture.gr.


 Ο Βασίλης Δούβλης στο ελculture.gr

Τσολιάδες, στρατιωτικοί που χορεύουν τσάμικα, άρματα και Δούρειοι ίπποι στις φιέστες του Καλλιμάρμαρου: Η αισθητική της δικτατορίας. Ταινίες με κομμένες σκηνές, για να μην σκανδαλίζουν το κοινό αίσθημα. Τραγελαφικές εκθέσεις των επιτροπών λογοκρισίας. Και δίπλα μας να περνάει ο Μάης του '68 και το κίνημα αμφισβήτησης των νέων κι η Ελλάδα να μην παίρνει είδηση. Η ταινία «Στοργή στο λαό» του Βασίλη Δούβλη, που συμμετείχε στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και προβάλλεται στις 2 Απριλίου στα πλαίσια του Cinedoc, ασχολείται με τη λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο την περίοδο της δικτατορίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκθέσεις της λογοκρισίας και τα απόρρητα έγγραφα που έρχονται για πρώτη φορά στο φως. «Η ταινία αποτυπώνει τη γελοιότητα και τον παραλογισμό της μισαλλοδοξίας αλλά και την προσπάθεια των δημιουργών να υπερβούν τα προβλήματα και να αρθρώσουν λόγο» εξηγεί ο σκηνοθέτης. Και μου κίνησε το ενδιαφέρον, γιατί τελευταία η έμμεση γίνεται όλο και πιο άμεση λογοκρισία, το κιτς όλο και πιο κιτς, η δε αυτολογοκρισία όλο και πιο αυτονόητη...

ελculture: Τι σημαίνει ο τίτλος «Στοργή στο λαό»;
Βασίλης Δούβλης: Ο τίτλος της ταινίας είναι φυσικά ειρωνικός... «Στοργή στο Λαό» ήταν ένα σύνθημα της προπαγάνδας της χούντας, τυπωμένο με σφραγίδα σ’ ένα επίσημο έγγραφο, που  ανέπτυσσε την πολιτική του καθεστώτος απέναντι στον κινηματογράφο. Το πομπώδες ύφος είναι, ως γνωστόν, χαρακτηριστικό της αισθητικής όλων των φασιστικών καθεστώτων, που θέλουν να εμφανίζονται ως στοργικοί πατέρες, προστάτες του λαού...
ελc: Από ποιο προσωπικό σου ενδιαφέρον ξεκίνησες το ντοκιμαντέρ;
Β.Δ.: Η ιδέα του ντοκιμαντέρ γεννήθηκε, όταν πριν από μερικά χρόνια έμαθα, εντελώς τυχαία, ότι ένα μέρος από το αρχείο της λογοκρισίας της χούντας είχε σωθεί. Η ιδέα της δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ που δεν θα βασιζόταν μόνο στις μαρτυρίες των σκηνοθετών που έζησαν στο πετσί τους τη λογοκρισία των συνταγματαρχών, αλλά και στο άγνωστο μέχρι τώρα αρχείο της χούντας μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της ταινίας. Άρχισα, λοιπόν, να ψάχνω και μετά από έρευνα χρόνων κατάφερα να βρω ένα μεγάλο μέρος του. Περιελάμβανε  τις αποφάσεις των επιτροπών λογοκρισίας, πολλές φορές μαζί με το σκεπτικό τους, απόρρητα έγγραφα, αλλά και κουτιά με φιλμ, πολλές φορές μισοκατεστραμμένα, με τις λογοκριμένες ή απαγορευμένες σκηνές. Τις κομμένες σκηνές τις χρησιμοποίησα στην ταινία όπως ακριβώς τις βρήκα κι όχι στη σημερινή αποκατεστημένη τους μορφή. Ήταν μια αισθητική επιλογή. Δεν θέλησα να σβήσω από πάνω τους τα σημάδια της βάναυσης μεταχείρισης την οποία έχουν υποστεί. Οι όποιες φθορές τους και τα αλλοιωμένα τους χρώματα εγγράφουν, κατά τη γνώμη μου, πάνω στο ίδιο το σελιλόιντ, το τραύμα της λογοκρισίας.
ελc: Τι σε έκανε να γελάσεις αλλά και να θυμώσεις ίσως κατά την έρευνά σου;
Β.Δ.: Οι εκθέσεις των επιτροπών λογοκρισίας. Είναι κείμενα μοναδικά. Πραγματικά μνημεία μισαλλοδοξίας, παραλογισμού, αλλά και γελοιότητας. Διαβάζοντας τα είναι αδύνατον να μη γελάσεις, αλλά και να μη θυμώσεις… Αναφέρονται σε μια τεράστια γκάμα ταινιών, ελληνικών και ξένων, κάθε είδους και αισθητικής. Από το «Κιέριον» του Δήμου Θέου και την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μέχρι την «Κόρη μου, τη Σοσιαλίστρια» του Αλέκου Σακελλάριου για να αναφέρω μερικά μόνο ενδεικτικά παραδείγματα. Και από το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν, το «Jesus Christ Super Star» του Νόρμαν Τζούισον, αλλά και γαλλικά και αμερικανικά επίκαιρα που αναφέρονται στο Μάη του ’68 και τις διαδηλώσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, μέχρι τον «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ» του Ζαν Ζιρό με τον Λουί ντε Φινές… Πέρα από τις σκηνές που κόβονται για πολιτικούς λόγους, γιατί περιέχουν κάποιες τολμηρές σκηνές, ή γιατί «ασκούν δυσμενεστάτην επίδρασιν εις την ηθικοπλαστικήν διαπαιδαγώγησιν των νέων», όπως συμβαίνει με το «Γούντστοκ» του Μάικλ Γουάντλι, υπάρχουν κι άλλες που πραγματικά σε αφήνουν άναυδο: από «Το Κανόνι και τ’ Αηδόνι» των αδελφών Καμπανέλλη κόβεται μια σκηνή, γιατί θεωρείται προσβλητική για τους Γερμανούς αξιωματικούς την εποχή της Γερμανικής Κατοχής, ενώ από το «Πήρε ο Άνεμος τα Όνειρά μου», του Οδυσσέα Κωστελέτου «περικόπτονται αι σκηναί καθ' ας θραύονται πιάτα εις κέντρα διασκεδάσεως», για να αναφέρω δυο μόνο παραδείγματα. Εξίσου, όμως, εκπλήσσουν και οι σκηνές που κόβονται για λόγους… αισθητικής. Το «Λος Ολβιδάδος», του Λουίς Μπουνιουέλ απαγορεύεται γιατί «στερείται παντελώς καλλιτεχνικής αξίας και αναμφισβητήτως θα επιδράσει επιβλαβώς εις την αισθητικήν ανάπτυξιν του λαού…»
ελc: Πιστεύεις ότι υπάρχουν κάποιες αναφορές και στο παρόν; Ότι ίσως δηλαδή δεν είναι και τόσο μακρινές και ξένες οι καταστάσεις αυτές, αλλά η λογοκρισία ασκείται με άλλο τρόπο;
Β.Δ.: Παρ’ ότι πρόκειται για ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ που αναφέρεται σε μια εποχή τελείως διαφορετική από τη σημερινή, η ταινία είναι, μ’ έναν αναπάντεχο τρόπο, συγχρόνως επίκαιρη. Η εμφάνιση του νεοναζισμού, αλλά και η έξαρση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας κάνει, δυστυχώς, πολλά από τα κείμενα των λογοκριτών της χούντας να ηχούν, σήμερα στ’ αυτιά μας επίκαιρα...
ελc: Πόσο μεγάλη είναι νομίζεις η αυτολογοκρισία σήμερα;
Β.Δ.: Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, καθώς στη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης έχουν υπάρξει περιπτώσεις που ομάδες φανατικών επιχειρούν διά της βίας να φιμώσουν την καλλιτεχνική δημιουργία, όταν αυτή είναι αντίθετη με τις ιδέες και την αισθητική τους, να δημιουργήσουν ένα κλίμα ζόφου και να καλλιεργήσουν το φόβο, που οδηγεί στην αυτολογοκρισία.
ελc: Ποιοι είναι τελικά αυτοί οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν τη λογοκρισία και πόσο εύκολα μπορούν να αντιληφθούν συμβολισμούς και υπονοούμενα αυτών που βλέπουν ή διαβάζουν;
Β.Δ.: Οι λογοκριτές ήταν υπηρεσιακοί παράγοντες, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, αλλά, δυστυχώς, και άνθρωποι από το χώρο του κινηματογράφου, συγγραφείς κ.λ.π. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν φανερά ανεπαρκείς και πολλές φορές αδυνατούσαν να κατανοήσουν τις ταινίες. Μια έκθεση που αφορά τη λογοκρισία της ταινίας του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Ο Τρελός Πιερό» είναι αποκαλυπτική: «Κορύφωμα ασυναρτησίας, πέραν των ακαταλλήλων σκηνών που περιέχει. Δεν αντελήφθην εάν περιέχει βαθύτερον νόημα. Προτείνω να δει την ταινίαν και έτερον μέλος της Επιτροπής»...
ελc: Βλέποντας κομμένες σκηνές από ελληνικές και ξένες ταινίες ή το Μάη του '68 και το Γούντστοκ, είχα την αίσθηση ότι σήμερα οι τολμηρές σκηνές ή οι ξέφρενες αντιδράσεις του κοινού δεν θα υπήρχαν καν. Έχεις την αίσθηση ότι γινόμαστε πιο συντηρητικοί ή απλά δεν μας κάνει πια τίποτε εντύπωση;
Β.Δ.: Νομίζω πως συμβαίνουν και τα δύο και συγχρόνως κυριαρχεί μια αίσθηση τέλους εποχής. Η αίσθηση πως ζούμε σ’ ένα κόσμο που πνέει τα λοίσθια και πως θα πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή...


Το ντοκιμαντέρ «Στοργή στο λαό» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στις 20/3 και στις 22/3.
Επίσης, στο πλαίσιο του Cinedoc θα προβληθεί στην Αθήνα, στο Γαλλικό Ινστιτούτο στις 2/4 και στον «Δαναό» στις 6/4.
Η πρώτη του τηλεοπτική προβολή θα γίνει από το Κανάλι της Βουλής.

Πηγή: www.elculture.gr

Ο Στυλιανός Παττακός προβάλλει την αισθητική της χούντας

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Αργύρης Χιόνης


Παγκόσμια ημέρα ποίησης η χθεσινή –εαρινή ισημερία.
Ευκαιρία να παρουσιάσουμε έργα ενός εξαιρετικού, σύγχρονου ποιητή.

Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1943 στην Αθήνα.
Εργάστηκε από πολύ μικρός και άλλαξε αρκετά επαγγέλματα. Σε ηλικία 28 ετών γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και σπούδασε ιταλική φιλολογία. Επί είκοσι έτη, έζησε σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1966.
Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα. Έζησε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολιόταν με την ποίηση και τη γεωργία.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί  σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Πέθανε την ημέρα των Χριστουγέννων του 2011 σε ηλικία 68 ετών.

Παραθέτουμε δύο ποιήματα κι ένα παραμύθι.


ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΙΠΟΤΕ ΝΑ ΧΑΣΕΙ,
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε που υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.
H δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη -δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Έν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.
Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τι δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τι είναι. Μια μέρα όμως έμαθε.
Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, έν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πως ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.
Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τι δεν ήταν φυτεμένο εκεί!
Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ο κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.
Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.
Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά-σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε-πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φως, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…
Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά-καλά τι της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!»), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της, μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας…
Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ο τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ο μικρός πρίγκιπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο μικρός πρίγκιπας, που στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

Από το βιβλίο Το οριζόντιο Ύψος, εκδ. Κίχλη 2009 (β΄ εκδ.)


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Μουσική εκδήλωση για το Πελίτι


Το Πελίτι ταξιδεύει!
Είναι η περιοδεία που κάνει το μουσικό σχήμα «Νάμαστε» σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, όπου, με όχημα τη μουσική τους,  δίνεται η ευκαιρία στους φίλους του Πελίτι να συναντηθούν, να ανταλλάξουν σπόρους, αλλά και να ενισχυθεί οικονομικά το Διεθνές Καραβάνι Αλληλεγγύης για την Ελευθερία των Σπόρων, που θα ξεκινήσει από τη γη του Πελίτι, το Παρανέστι Δράμας, στις 27 Απρίλιου με προορισμό τη νότια Γαλλία, όπου θα γίνει η διεθνής συνάντηση για τους σπόρους.
Οι «Νάμαστε» παίζουν μουσικές του κόσμου, με ιδιαίτερη αναφορά στις μουσικές της Ελλάδας. Είναι ο Θανασης Κλεώπας στο τραγούδι, την κιθάρα και το μπουζούκι, ο Κυριάκος Φωτιάδης στο πιάνο και ο Παναγιώτης Αλεπίδης στα κρουστά.
Στα Ιωάννινα θα βρεθούν την Κυριακή 23 Μαρτίου, στις 10 το βράδυ, στο καφέ Υπερωκεάνειο.


.