Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Εικόνες από το τουρνουά μπριτζ

Πάνω από 100 οι συμμετέχοντες παίχτες
Συζήτηση στο Κυλικείο
Από την απονομή των βραβείων


Κι αφού αναφερόμαστε σε επιτραπέζιο παιχνίδι, ευκαιρία είναι να αναρτήσουμε κι ένα σχετικό άρθρο, που σχολιάζει και την (κωμικοτραγική) επικαιρότητα...

Επιτραπέζια
 του Μ. Τζανάκη

Όλα ξεκίνησαν απ’ τα «επιτραπέζια» παιχνίδια… Την ώρα που εκείνοι έπαιζαν «σκάκι», εμείς παίζαμε «τάβλι»! Συνηθίζεται η χρήση της ονοματικής φράσης «πολιτική σκακιέρα», για να καταδείξει τον προσεκτικό και προμελετημένο σχεδιασμό των κινήσεων εκείνων, που θα φέρουν τη νίκη στον καλό «παίκτη» και θα εξοντώσουν τον άλλο αντίπαλο «παίκτη» αντίστοιχα.
Το σκάκι εμφανίστηκε στην Περσία τον 6ο μ.Χ. αι, με το όνομα «σαχ», που σημαίνει «βασιλιάς». Φαντάζομαι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να θυμούνται και οι νεότεροι να ‘χουν ακούσει για τον «Σάχη» (δηλ. βασιλιά της Περσίας), που τον γκρέμισε ο Αγιατολάχ (ayat-Allah, που σημαίνει μαρτυρία του Θεού) Χομεϊνί απ’ την εξουσία.
Το σκάκι, λοιπόν, είναι ένα εσωστρεφές και εντελώς «απάνθρωπο» παιχνίδι, που έχει ένα και μόνο σκοπό: την εξόντωση του αντιπάλου και την επιβίωση τουλάχιστον ενός «βασιλιά». Οι κινήσεις στο σκάκι είναι προμελετημένες, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή, αυτοσυγκέντρωση αλλά και κυνισμό. Το σκάκι δε θέλει συναίσθημα, ούτε καν στους δικούς σου «παίκτες». Ο «βασιλιάς» δε διστάζει να «θυσιάσει», πρώτα τους «στρατιώτες» του, μετά τους «αξιωματικούς» του, τα «άλογα και τους πύργους» του, ενδεχομένως και αυτήν αυτοπροσώπως την πολυαγαπημένη του «βασίλισσα», αρκεί ο ίδιος να κατακτήσει την πολυπόθητη «νίκη».
Οι παίκτες, σιωπηλοί, ανέκφραστοι, κάνουν μία-μία κίνηση, σκεπτόμενοι την επόμενη. Πριν το παιχνίδι μελετούν, σχεδιάζουν και αναλογίζονται τα κέρδη, που θα τους αποφέρει η ολοκληρωτική «νίκη» τους. Η μεθοδικότητα, ο κυνισμός, η εσωστρέφεια του παιγνίου το έκανε ιδιαίτερα δημοφιλές στη «Δύση», αφού τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα των παικτών, ταίριαζαν «γάντι» στους εξ Εσπερίας «παίκτες», που θα μάθουν καλά το παιγνίδι και θα το παίξουν με μεγάλη επιδεξιότητα κι επιτυχία (Μεσαίωνας, Αποικιοκρατία, Παγκόσμιοι Πόλεμοι κ.λπ.).
Το στοιχείο, που έκανε εξαιρετικά δημοφιλές το σκάκι στη «Δύση», ήταν η τελική του κίνηση. Αυτό που -σκακιστές και μη,- γνωρίζουν ως κίνηση «ματ». Χρησιμοποιείται συχνότατα η φράση: «έκανε κίνηση ματ», όχι μόνο σε σκακιστικές, αλλά και σε εξωσκακιστικές «δραστηριότητες». Για όσους δεν το ξέρουν, στην Περσική η λέξη «ματ» σημαίνει «θάνατος». Όσοι επομένως κάνουν κίνηση «ματ», απλά επιφέρουν, κατά τρόπο αναπότρεπτο, το «θάνατο» στον αντίπαλο τους.
Αυτό το παιγνίδι παιζόταν και παίζεται εκεί στην Εσπερία. Γεννημένοι «νικητές», θα θυσιάσουν τα πάντα, χωρίς αιδώ, χωρίς αναστολές, για να φτάσουν στην κίνηση «ματ», την οριστική εξόντωση του «άλλου παίκτη».
Με βάση τις παραπάνω περιγραφές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προσόντα των «παικτών», ας αναλογιστούμε πόσο καλοί «σκακιστές», θα είναι αυτοί οι ψυχροί και ανέκφραστοι τύποι που συνέρχονται σε «τακτικά» και «έκτακτα» Eurogroup. Η φράου-Μέρκελ θα μπορούσε αναμφίβολα να προκαλέσει αναρίθμητα «ματ» (με την κυριολεκτική Περσική σημασία της λέξης), σ’ όλον τον κόσμο, ειδικά όταν ο «παίκτης», που έχει απέναντί της είναι παντελώς άσχετος με το «σαχ» ή σκάκι αν προτιμάτε, όπως καλή ώρα συμβαίνει με κάποιους, που ειδικεύονται στο …τάβλι.
Στον αντίποδα την ώρα, που αυτοί έπαιζαν «σκάκι», περικυκλώνοντας τα δικά μας «πιόνια»- κυριολεκτικά και μεταφορικά- οι δικοί μας έπαιζαν θορυβωδώς «τάβλι»!!! Το’ χαν ρίξει στις «πόρτες» και το «πλακωτό».
Παιγνίδι εξωστρεφές και φασαριόζικο, το τάβλι στηρίζεται περισσότερο στην τύχη παρά σ’ οτιδήποτε άλλο. Αν ξέρεις πέντε βασικά πράγματα, ρίχνεις τα «ζάρια» και περιμένεις να επιβραβευθεί δια της τύχης η «τέχνη» σου. Το τάβλι απαιτεί «φλυαρία», «κομπορρημοσύνη», «τρελίτσα», και παρορμητισμό. Τα πάντα επαφίενται στις «ζαριές». Μπορεί να κάνεις «εξάπορτο», μπορεί όμως να πιαστείς και στη «μαμά», και τότε αλίμονο… Χάνεις την παρτίδα «διπλή».
Αυτό έγινε στην περίπτωσή μας. Οι Έλληνες πολιτικοί μας, ήταν και είναι, κλασικοί τύποι καραμπουζουκλήδων θυμοειδών «ταβλαδόρων». Φανταστείτε να παίζουν παρτίδες τάβλι ο αείμνηστος Βαγγέλης Γιαννόπουλος με το Μεϊμαράκη ή ο Γιακουμάτος με τον Πάγκαλο. Θα αποτελούσε από μόνο του το θέαμα, ξεχωριστό «σόου», μόνο απ’ τα «μπινελίκια» που θα έπεφταν εκατέρωθεν απ’ τους κυρίους, ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις. Αλλά, άντε τώρα, να πάει ο Γιακουμάτος στις Βρυξέλλες να ρίχνει «ασσόδυο» στο «πλακωτό» και να ‘χεις απέναντι σου το «βλοσυρό» Τεύτονα εκ Γερμανίας και Ολλανδίας να σου κάνει «ρουά-ματ». Ο αγώνας είναι εξ ορισμού άνισος και προκαταβολικά χαμένος. Άλλωστε οι Έλληνες δε διακρίθηκαν στο «σκάκι» ποτέ, παρά μόνο στο τάβλι και τον τσαμπουκά της παρτίδας, που ενίοτε τελειώνει με απότομο «δίπλωμα» του ξύλινου «τεραίν», μετά πολλών αθυροστομιών.
Οι πολιτικοί μας, σίγουρα θα τα κατάφερναν πολύ καλύτερα στις «πόρτες», παρά σε διπλωματία και άσκηση σοβαρής και υπεύθυνης πολιτικής. Αν είχαν ασχοληθεί αποκλειστικά μ’ αυτό (το τάβλι), κι εκείνοι θα περνούσαν καλύτερα κι εμείς θα γλιτώναμε τη «μαμά».
ΥΓ. Η τελευταία «παρτίδα» που θα παίξουν πάντως οι «δικοί» μας, θα είναι σίγουρα στο …«ΦΕΥΓΑ»!!!


...

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Νικηφόρος Βρεττάκος


Να τους το πούμε να το καταλάβουνε: Δε χαμηλώνει ο Όλυμπος!
Να τους το πούμε, να το καταλάβουνε πως δεν αλλάζει ο ήλιος!..
(Απόσπασμα από το ποίημα «Ακόμα τούτ’ η Άνοιξη»)

Το 2012 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους πιο αξιόλογους ποιητές και ανθρώπους, του Νικηφόρου Βρεττάκου. Γι’ αυτό το λόγο ανακηρύχθηκε και «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου».
Στα πλαίσια αυτά, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών διοργανώνει εκδήλωση στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Παλιά Σφαγεία» τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου. (Είναι εντυπωσιακή η δραστηριότητα του Πνευματικού Κέντρου στον Πολυχώρο. Σχεδόν κάθε μέρα γίνεται και μία εκδήλωση: Δωρεάν προβολές ταινιών, μουσικές εκδηλώσεις, εκθέσεις.)
Αξίζει να αναφερθούν λίγα λόγια γι' αυτόν τον σπουδαίο (και εξαιρετικά απλό) άνθρωπο, το Νικηφόρο Βρεττάκο.


 Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας. Για την κλίση και την αγάπη του στη ποίηση γράφει: « …Κι εγώ δε θυμάμαι καλά, όμως έχω, δεν ξέρω, την εντύπωση πάντοτε πως κάποιος μου ζήτησε να ομορφύνω τον κόσμο. Άσχετα προς το τι κατάφερα, η ποίηση ήταν μέσα μου. Καλλιεργώ απλώς τη φωνή του Κυρίου μου
Τα πρώτα έξι χρόνια του ποιητή είναι καθοριστικά για το υπόστρωμα της προσωπικότητάς του. Αυτά τα χρόνια θα τα ζήσει αμέριμνος σε μια ιδιαίτερα όμορφη, ερημική τοποθεσία με όλα τα στοιχεία της παρθένας φύσης που συναντούμε στην ποίησή του, την Πλουμίτσα, για την οποία γράφει: «Εκεί όπου είδα τον κόσμο σαν ένα ωραίο όνειρο: όμορφον μέσα στην απλότητά του, μέσα στην ομορφιά του απονήρευτου».
Στη παιδική ψυχή του ποιητή δύο στοιχεία θα σταθούν καθοριστικά, το φως και η σιωπή της Πλουμίτσας: «Ούτε ένοιωθα να μου λείπει το παιχνίδι με τ’ άλλα παιδιά, αφού ο κόσμος εκεί ήτανε γιομάτος άλλες ζωές…. Ήτανε ο κόσμος της νύχτας… Η μητέρα μου έλεγε πως τ’ αστέρια είναι οι ψυχούλες των πεθαμένων και τίποτε άλλο δεν ήξερε… Ήταν απλοϊκή και δεν ήξερε κανένα γράμμα. Ήταν όμως γιομάτη από τη σοφία που δίνει η φύση στη μητρότητα και το γάλα της
Κύριο χαρακτηριστικό της εφηβείας του η δίψα για το διάβασμα, που την κάνει οδυνηρή η έλλειψη βιβλίων: «Κάθε στιγμή που δεν διάβαζα, μου φαινόταν χαμένη. Για τίποτε άλλο δεν πείνασα δε δίψασα περισσότερο σε τούτο τον κόσμο. Τα βιβλία έγιναν το ψωμί μου και το νερό μου. Γύριζα κάτω από τον ουρανό, όπως το πεινασμένο σκυλί
Το 1929 αναχωρεί για την Αθήνα, με όνειρο να συνεχίσει τις σπουδές του, ένα όνειρο που δεν θα πραγματοποιηθεί, κάτω από την πίεση της ανάγκης για άμεση εύρεση εργασίας. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης, ενώ στη συνέχεια, έως το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Το 1934 γνωρίζεται με τη φοιτήτρια της φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία παντρεύονται. Εργάζονται και οι δυο ως ημερομίσθιοι γραφείς στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά.
Το 1936 οδηγείται στην πυρά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου το βιβλίο του Ο Πόλεμος, που είχε κυκλοφορήσει τον προηγούμενο χρόνο.
Το 1938 προσλαμβάνεται ως Γραφέας στο Υπουργείο Εργασίας. Προηγουμένως είχε εργασθεί ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως υπάλληλος υφαντουργείου.
Το 1940 πολεμάει στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης. Τον Απρίλιο του 1941 διαλύεται το σύνταγμα στο οποίο υπηρετεί και επιστρέφει με τα πόδια στην Αθήνα. Οργανώνεται στο ΕΑΜ και παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. «Επέζησα χωρίς να το υπολογίζω από πριν, χωρίς να το περιμένω πως θα επιζήσω. Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ’ έναν απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό αυτόν καθ’ εαυτόν, τον λαό τον ακέφαλο, τον οργανωμένο από τα ίδια του τα αισθήματα, από την ίδια του τη φύση, μέσα στην αγραμματοσύνη του και τη στέρησή του. Να ένα θαυμαστό καταφύγιο! Γυρίζοντας, θα πήγαινα μαζί του
Το 1945 αναλαμβάνει τη βιβλιοκριτική στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου αργότερα θα διατελέσει αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής, ενώ ταυτόχρονα απολύεται από το Υπουργείο Εργασίας για τα πολιτικά του φρονήματα.
Αργότερα προσλαμβάνεται ως γραφέας στον οικοδομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιά. Το 1955 η θητεία του ως δημοτικού συμβούλου στον Δήμο Πειραιά τού δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει μια αξιόλογη πολιτιστική δράση από τη θέση του Προέδρου της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Δήμου.
Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο, με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα.
Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία Φιλοξενείται στη Διεθνή Παιδούπολη Πεσταλότσι, στο Τρόγκεν της Ελβετίας, όπου ζει για τρία χρόνια. Επισκέπτεται ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και δίνει διαλέξεις.
Το 1973 το Σικελικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών τού προτείνει συνεργασία στη σύνταξη του ελληνοϊταλικού λεξικού και εγκαθίσταται στο Παλέρμο της Σικελίας.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η Ακαδημία Αθηνών των τίμησε με το Βραβείο Ουράνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1986, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986).
Πέθανε το 1991.
Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας.

 Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ύμνησε, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ποιητή, το Φως, τον Ήλιο και την Αγάπη. Επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ύπαρξη, γράφοντας για τη συγκίνηση και τα αισθητήρια, την έννοια της ομορφιάς μέσα στη Φύση, τη δύναμη της μνήμης, την ελληνικότητα μέσα από τη γλώσσα, την ουσία του πολιτισμού.
Και δεν ήταν μόνο «ένας άλλου είδους πολίτης». Ο Βρεττάκος ήταν και «ένας άλλου είδους στρατιώτης», όπως εξομολογείται ο ίδιος:
«Δούλευα σε όλη μου τη ζωή (...)
Έκανα τη θητεία μου.
Ένας στρατιώτης από άλλο στρατόπεδο·
Φιλούσα σκοπιά έξω απ’ τ’ όνειρο»



Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012


Την Παρασκευή ξεκινάει στο χωριό μας τουρνουά μπριτζ, το οποίο ήδη έχει ξεπεράσει τις 100 συμμετοχές από όλη την Ελλάδα. 
Ο Σύλλογος του χωριού συμμετέχει στη διαδικασία, προσπαθώντας να βοηθήσει στην επιτυχία αυτής της εκδήλωσης, που θα ζωντανέψει το χωριό για λίγες μέρες.
Σήμερα το βράδυ καταφτάνουν από τη Ρόδο οι πρώτοι παίχτες.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η γοητεία της απλότητας


Δεν χρειάζονται πολλά για να είσαι ευτυχισμένος.
Άλλωστε τα υλικά είναι απλώς τα μέσα.
Αρκεί να είναι μένουμε προσηλωμένοι στο στόχο.
Που δεν είναι άλλος, από το σκοπό για τον οποίο έχουμε δημιουργηθεί...

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Μετά 10 χρόνια (1983)

Πιο μακρύ το βλέμμα
Πιο αργό το βήμα
Καινούργιες εικόνες,
καινούριοι ήχοι,
άλλος ρυθμός.
Ο αέρας με παίρνει στα στήθια του,
Φιλιέμαι με τ' άστρα και τ'ακρόβουνα.
    __________________

Τόσα χρόνια!!
Μεσ' στις σελίδες,
παρά τις συμβουλές σε ψάχνω
σαν τις ενώσεις των στοιχείων
και τα σπέρματα των κρίνων,
μες τα βορινά δωμάτια της πατρίδας,
όπου τα πέπλα κεντάει η φύση της Πίνδου.
Κι απ'τον αέρα της μεσ' τους αρχέγονους κάμπους
Μετρώ τις αλλαγές των χιλιομέτρων,
Κι απ'τα κρόταλα της ιστορίας
Ξυπνητός
μεσ' στους απέραντους κάμπους
σαν τα στάχυα και τη γονιμοποίηση,
όπου οι νύχτες δεν είπαν ακόμα τον τελευταίο τους ψαλμό
και μεσ' στα 'σκιά πεντάρφανη η ελπίδα
αδύνατο το χέρι μου θωρεί
χαιδεύοντας τις χορδές του λαιμού σου.
  ________________________

10 χρόνια μετά
Με λειψή φωνή και μισά τα πλευρά
Με ξέμακρα τα φεγγάρια κι όνειρα μεσ' τα Σάββατα,
Πιο όμορφα. Πιο συνετά.
Γιατρεύω τα τσακισμένα φτερά
τη γρήγορη φαντασία μου και την ανακολουθία των στίχων μου,
Για ό,τι φτάνει στο στήθος μου
Για ό,τι μιλάς στο μέλλον
Δεν έχω όργανα μα μόνο ένα τραγούδι
που μεθάει με τις ιτιές και τους καβαλάρηδες,
τους χορευτές και το λίκνισμά τους,
το λύγισμα της πικροδάφνης στις λόχμες
Και τις ανάσες των 'λαφιών στο πέραστρο.
  ________________________

Μετά 10 χρόνια
Στα ίδια τραπέζια μ'άλλα πόδια
Στα ίδια χνώτα με περισσότερα τσιγάρα
Και στις πεδιάδες μιλούμε και πάλι
για νέα τέρμινα.
Σαν να γροικάμε όλοι με νέο μάτι
τα γκέμια τ' αλόγου που μια φορά καβάλησες....
Πολυτεχνείο μου! Στοχαστήρι της γέννας
και κολυμβήθρα των 10ετιών
Λίπασμα των βημάτων μου...

Χ.Δ.






 

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Χρώματα και γεύσεις του Νοέμβρη


Ποιος είπε ότι ο Νοέμβριος είναι ο "Χαμένος ο μήνας";
Το είπε όποιος δεν στάθηκε να αισθανθεί, να δει, ν' ακούσει, να γευτεί.
"Εδώ ας σταθώ κι ας απολαύσω λίγο..." σκέφτηκε ο Καβάφης.
"Είν' ο κόσμος δύσκολη γραφή, που όλο σβήνεται
κι αν δεν διαβαστεί με την αφή, τίποτα δε γίνεται" πιστεύει ο Μιχάλης Γκανάς.
Κι εγώ σκέφτομαι: Απολαύστε τα χρώματα του Νοέμβρη και το φρεσκοαπεσταγμένο τσίπουρο.


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Το σύνδρομο του ξυπνητηριού


Από τότε που τα κινητά τηλέφωνα άρχισαν να αναβαθμίζουν τα μενού τους και να τα διανθίζουν με πολλές εφαρμογές, αντικατέστησαν παραδοσιακά αντικείμενα, που μέχρι τότε ήταν απολύτως χρήσιμα στην καθημερινότητά μας. Σήμερα δεν υπάρχει πραγματικός λόγος να έχει κανείς ρολόι, αφού έχει το κινητό για να του λέει την ώρα. Δεν υπάρχει λόγος να έχεις walkman ούτε καν mp3 player, αφού το κινητό σου μπορεί να χωρέσει όλα τα τραγούδια που θέλεις να ακούσεις και μπορεί να πιάσει όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς με το πάτημα μερικών κουμπιών. Η μεγαλύτερη όμως αλλαγή έγινε στα ξυπνητήρια. Παραμερίστηκαν εκείνα τα μικρά ρολογάκια, που είχαν μέσα ένα πιο μικρό ρολογάκι που ήταν το ξυπνητήρι, όπως παραμερίστηκαν και εκείνα τα όμορφα ψηφιακά ξυπνητήρια, που είχαμε στα κομοδίνα μας και μας ξυπνούσαν με ραδιόφωνο ή με εκείνο τον απαίσιο ήχο. Τα παραπάνω αναφερόμενα ξυπνητήρια είχαν ένα σοβαρό ελάττωμα: Η λειτουργία τους βασιζόταν στο πάτημα ενός κουμπιού. Αν το πατούσες και έκλεινες το ξυπνητήρι, έχανες την ευκαιρία για ένα πεντάλεπτο χουζούρεμα, καθώς ο φόβος να μην ξαναξυπνήσεις ήταν πάντα υπαρκτός.
Τα ξυπνητήρια των κινητών τηλεφώνων προσφέρουν στον χρήστη την δυνατότητα να κάνει άπειρες αναβολές στην αφύπνιση. Αυτό για κάποιους είναι καλό, καθώς τους προσδίδει την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης για «πέντε λεπτάκια ακόμα». Για άλλους πάλι λειτουργεί αντίστροφα, αφού τους κρατάει για πολλή ώρα σε μια κουραστική κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνου.
Σήμερα βιώνουμε μια κατάσταση που δείχνει να έχει πολλά κοινά με την ιστορία του ξυπνητηριού. Αφού μάταια περιμέναμε την προηγούμενη τριετία «να ξυπνήσει ο κόσμος», μάλλον πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία της αποτυχημένης αφύπνισης στα …ξυπνητήρια. Ο λαός δεν ξυπνά, γιατί βάζει διαρκώς αναβολή στην αφύπνισή του. Είναι το σύνδρομο του ξυπνητηριού.
Παρατηρούμε αυτή την αναβλητικότητα στην «έκρηξη» του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού: «τον Σεπτέμβρη θα γίνει χαμός», «όταν περάσουν τα μέτρα θα βγει ο κόσμος στους δρόμους», «τον χειμώνα που θα βάλουμε πετρέλαιο, θα τους πάρει ο διάολος», «κάτσε να γίνουν εκλογές και θα τα πούμε» και άλλα σχετικά. Πάντα υπάρχει μια μετάθεση στο μέλλον. Μια αναβολή για λίγο αργότερα. Μια αναβολή, που μοιάζει με δικαιολογία της παθητικοποίησής μας και είναι ίδια με αυτή την αναβολή που βάζουμε στο πρωινό ξύπνημα.
Στην πραγματικότητα, η μεγάλη μάζα του λαού θέλει να χουζουρέψει. Θέλει να διατηρηθεί σε μια κατάσταση ύπνου-ξύπνου, ελπίζοντας πως αυτή η κατάσταση θα διαρκέσει όσο χρειάζεται, ώστε να περάσουν οι επώδυνες συνθήκες της ζωής του, όπως ελπίζει ότι το πεντάλεπτο της αναβολής είναι ικανό να τον χορτάσει ύπνο, μέχρι να χρειαστεί να σηκωθεί για την δουλειά. Βάζουμε διαρκώς αναβολή στο ξυπνητήρι της πράξης μας, γιατί θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν θα χρειαστεί να ξυπνήσουμε. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να κοιμόμαστε και να ονειρευόμαστε και όλα θα πάνε καλά.
Ας δούμε τι συμβαίνει με την απεργία. Κάντε ένα πείραμα: Επιχειρήστε να μιλήσετε σε τρεις συναδέλφους σας και πείτε τους να κατέβουν στην απεργία. Και οι τρεις θα συμφωνήσουν μαζί σας ότι τα μέτρα είναι άδικα και ότι δεν πρέπει να περάσουν. Ενδεχομένως να συμφωνήσουν ότι πρέπει κάτι να γίνει, για να μην περάσουν τα μέτρα. Πιθανόν δε, να συμφωνήσουν ότι και οι ίδιοι κάτι πρέπει να κάνουν, για να μην περάσουν τα μέτρα. Αν τους ρωτήσεις όμως αν θα κατέβουν οι ίδιοι στην απεργία, θα σου φέρουν δεκατρείς δικαιολογίες γιατί δεν θα κατέβουν. Από τύψεις θα σου πούνε ότι θα ήθελαν πολύ να απεργήσουν, αλλά βλέπουν πως είναι μάταιο, αφού έχουν γίνει ήδη πολλές απεργίες και δεν άλλαξε τίποτα. Οπότε, με ελαφρώς χαμηλομένο το βλέμμα και με μια γεμάτη υποκρισία υπόσχεση θα αναβάλουν το ραντεβού με την απεργία και τον αγώνα για κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον, όταν «θα ξυπνήσει ο λαός», όταν «θα κατέβει ο κόσμος στους δρόμους». Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν βάλει αναβολή στο δικό τους ταξικό ξυπνητήρι, θα έχουν παραμείνει στην κατάσταση που (τους) θέλουν: μισοκοιμισμένοι και αδύναμοι να σηκωθούν.
Θα μπορούσαμε, αν θέλουμε να σκεφτούμε αισιόδοξα, να σκεφτούμε ότι αυτή η αναβολή στην καθημερινή αφύπνιση προκύπτει από την υποχρέωσή μας να πάμε στη δουλειά. Άρα, ας σκεφτούμε ότι η ταξική αφύπνιση είναι εξίσου απαραίτητη και ακόμα περισσότερο υποχρεωτική…

http://2310net.wordpress.com/